κνήμη

κνήμη
Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ κνημιαίου οστού και περόνης, που αποτελούν το σκελετό της κ. Στην πρόσθια περιοχή, ακριβώς κάτω από το δέρμα, φαίνεται το πρόσθιο χείλος του κνημιαίου οστού (κοινώς καλάμι). Μεταξύ αυτού και της περόνης, που βρίσκεται πιο πλάγια, υπάρχουν δύο ομάδες μυών που καλύπτουν την εμπρός κνημιαία αρτηρία με τις δορυφόρες φλέβες και το ομώνυμο νεύρο. Και στην οπίσθια περιοχή βρίσκονται δύο ομάδες μυών, μία πρόσθια και μία οπίσθια, ενώ σε αυτή την τελευταία περιλαμβάνονται οι μύες δικέφαλος, γαστροκνήμιος και υποκνημίδιος, οι οποίοι αποτελούν τον τρικέφαλο κνημαίο που σχηματίζει τη χαρακτηριστική προπέτεια, τη γαστροκνημία. Στην ίδια περιοχή πορεύεται ο αρτηριακός κλάδος, που διαιρείται στην οπίσθια κνημαία αρτηρία και στην περονιαία. Μαζί με την κνημιαία αρτηρία, κατεβαίνει στην κ. και το οπίσθιο κνημιαίο νεύρο, που είναι ένας από τους τελικούς κλάδους του ισχιακού νεύρου. Ο άλλος είναι το κοινό περονιαίο νεύρο· από αυτό αρχίζει το πρόσθιο κνημιαίο νεύρο. Οι συχνότερες παθήσεις της κ. είναι οι τραυματικές (κατάγματα), οι διάφορες παθήσεις που προσβάλλουν τα οστά (οστεομυελίτιδα, συστηματικές οστεοπάθειες, νεοπλασίες) και οι παθήσεις των αγγείων (αρτηρίτιδα, αρτηριοσκληρωτικές αλλοιώσεις, κιρσοί των επιφανειακών και του βάθους φλεβών). κνημιαίο οστό. Ένα από τα δύο οστά της κ. στην οποία καταλαμβάνει την εσωτερική μοίρα σχετικά με το άλλο οστό, την περόνη· το εμπρός χείλος του κνημιαίου οστού προβάλλει κάτω από το δέρμα και αποτελεί το επονομαζόμενο καλάμι. Το άνω άκρο του αρθρώνεται με το μηριαίο οστό και την περόνη με την οποία ενώνεται κατά μήκος της διάφυσης με έναν μεσόστεο υμένα, το κάτω άκρο του αρθρώνεται με την περόνη και τον αστράγαλο (ποδοκνημική άρθρωση) και το κατώτερο άκρο του είναι το έσω σφυρό. Στο κνημιαίο οστό προσφύονται δεκαπέντε μύες. Τα πιο συχνά κατάγματα του κνημιαίου οστού είναι εκείνα που γίνονται στη διάφυση και στο κάτω άκρο του· και τα δύο συνοδεύονται σχεδόν πάντα και από κάταγμα της περόνης. Τα κατάγματα αυτά είναι από τα συχνότερα που συμβαίνουν, γενικά, στα διάφορα οστά του ανθρώπου. Άλλη τραυματική βλάβη είναι η απόσπαση της μεσογληνίου ακάνθου, όπου προσφύονται οι χιαστοί σύνδεσμοι του γόνατος· η κάκωση αυτή συναντάται συχνά σε όσους ασχολούνται με αθλήματα, όπως ποδόσφαιρο, σκι κλπ.
* * *
η (AM κνήμη, Α δωρ. τ. κνάμα)
1. το μεταξύ τού γόνατος και τών σφυρών μέρος τού ποδιού, η γάμπα («μηρούς τε κνήμας τε καὶ ἄμφω χεῑρας ὕπερθεν αὐχένα», Ομ. Οδ.)
2. το εμπρόσθιο οστό τού ποδιού που βρίσκεται μεταξύ τών σφυρών και τού γόνατος, το κνημιαίο οστό («καλεῑται μὲν κνήμη ὅλον τοῡ σκέλους τὸ μέρος ὅσον ἐστὶ μεταξὺ τοῡ γόνατος καὶ τοῡ ἀστραγάλου
καλεῑται δὲ καὶ τὸ μεῑζον ὀστοῡν ἐν αὐτῷ
τέτακται δὲ ἔσωθεν τοῡτο... τὸ γὰρ ἔξωθεν ὀστοῡν περόνη» — ονομάζεται κνήμη ολόκληρο το μέρος τού σκέλους μεταξύ τού γόνατος και τού αστραγάλου
ονομάζεται επίσης και το μεγαλύτερο οστό σ' αυτό το τμήμα
είναι τοποθετημένο στην εσωτερική πλευρά... το εξωτερικό οστό είναι η περόνη, Γαλ.)
μσν.
1. περικνημίδα
2. στήριγμα
μσν.-αρχ.
ακτίνα τροχού
αρχ.
1. (στα φυτά) το τμήμα που βρίσκεται μεταξύ δύο κόμβων ή γονάτων («κνῆμαι πυκναί», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *konәm-, τής οποίας εμφανίζει τη μηδενισμένη και εκτεταμένη βαθμίδα (κνημ-). Συνδέεται με το αρχ. ιρλδ. cnaim «σκέλος, κόκαλο», το αρχ. άνω γερμ. hamma «κνήμη, αντικνήμιο» και το αγγλοσαξ. hamm «κνήμη, αντικνήμιο».
ΠΑΡ. κνημαίος, κνημία, κνημιαίος
αρχ.
κνημίδιον, κνημίον κνημίς, κνημώδης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. κνήμαρχος, κνημοπαχής. (Β συνθετικό) αρχ. αντικνήμη, γαστροκνήμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κνήμη — part between knee and ankle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήμῃ — κνήμη part between knee and ankle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήμη — η 1.το μέρος του σκέλους μεταξύ του γόνατου και των σφυρών, γάμπα. 2. το μπροστινό και παχύτερο από τα δύο οστά της κνήμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κνήμηι — κνήμῃ , κνήμη part between knee and ankle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημέων — κνήμη part between knee and ankle fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημῶν — κνήμη part between knee and ankle fem gen pl κνημός projecting limb masc gen pl κνημόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) κνημόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κνημόω pres part act masc nom sg κνημόω pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνῆμαι — κνήμη part between knee and ankle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήμαις — κνήμη part between knee and ankle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήμαισιν — κνήμη part between knee and ankle fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήμην — κνήμη part between knee and ankle fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”